-
1 ἰδιάζω
ἰδιάζω, abgesondert, allein, für sich sein, Sp., wie Hdn. 4, 12, 12; von eigenthümlicher Art sein, ὄρνεον ἰδιάζον τῇ φύσει D. Sic. 2, 58; πόα ἰδιάζουσαν φύσιν ἔχουσα 3, 45; συμπόσιον ἰδιάζον, eigenthümlich, Ath. I, 12 a; auch ἰδιάζω πράγματα, ich habe Muße dazu, B. A. 42, 21. – Med. sich Etwas aneignen, Sp.
-
2 ἰδιάζω
ἰδιάζω, abgesondert, allein, für sich sein; von eigentümlicher Art sein; συμπόσιον ἰδιάζον, eigentümlich; auch ἰδιάζω πράγματα, ich habe Muße dazu; sich etwas aneignen
См. также в других словарях:
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek